κανωπικός

κανωπικός
κανωπικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη Κάνωπο ή Κάνωβο, αλλ. Κανωβικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κανωπικόν
α) το φυτό ευφορβία πιτύουσα
β) είδος γλυκίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την πρώτη σημ. καθώς και με τη σημ. «είδος γλυκίσματος» προέρχεται από το τοπων. Κάνωπος, αρχ. πόλη τής Αιγύπτου, ενώ με τη σημ. «το φυτό ευφορβία πιτύουσα» είναι άγνωστης ετυμολ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κανωβικός — και κανωπικός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη Κάνωβο ή Κάνωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Κάνωβος (ή Κάνωπος), αρχ. πόλη τής Αιγύπτου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”